Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Renzo Novatore- Ρενζο Νοβατορε.


ΚΡΑΥΓΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ

Όμως, εφόσον ο Σωκράτης κι ο Χριστός με τους παράλογους θανάτους τους έπρεπε να υπομείνουν φριχτά βασανιστήρια, δεν θα ‘ταν επόμενο όλες οι επαναστάσεις που έγιναν στ’ όνομά τους να είναι εξ’ ίσου αιμοσταγείς και παράλογες; Η νίκη του χριστιανισμού επί του αξιοζήλευτου παγανισμού, η εγκατάσταση των δημοκρατιών, οι κατακτήσεις των αυτοκρατοριών, οι φιλελεύθερες, συνταγματικές, ή απόλυτες μοναρχίες και δημοκρατίες – δεν ήταν όλα συνέπειες των χειμάρρων αίματος του πολέμου και της επανάστασης;- Ο βίαιος παλμός όλων των επαναστάσεων που ξέσπασαν στο όνομα αρχαίων φαντασμάτων για να εγκαθιδρύσουν νέα φαντάσματα…
Τι αξία θα μπορούσαν να έχουν αυτά τα φαντάσματα για μένα, έναν εικονοκλάστη, έναν εικονομάχο, καταστροφέα των ειδώλων παλαιών και νέων; Και τι όφελος θα μπορούσε ο θρίαμβος του χριστιανισμού να έχει για μένα που είμαι ο κατ’ εξοχήν αντί-χριστός; Ή μήπως θα ‘πρεπε να με νοιάζουν οι δημοκρατίες, μοναρχίες και όλων των ειδών κοινωνίες που με αποδέχονται μόνο σαν έναν «χριστιανό», έναν «υπήκοο», έναν «πολίτη», ένα «μέλος» τους, κ.λ.π. κ.λ.π. …;
Όλες οι μορφές κοινωνίας έχουν συστήματα για έναν και μόνο σκοπό: την ισοπέδωση! Και κάθε μορφή κοινωνίας θεωρεί τον εαυτό της την τέλεια. Και είναι αυτό το νομοτελειακό δόγμα που εμποδίζει τους πιο ανήσυχους να εξεγερθούν και ν αρνηθούν να γονατίσουν μπροστά στον νέο θεό- κι εγώ είμαι επαναστατημένος τόσο, ώστε μετά βίας το αναγνωρίζω στον εαυτό μου. Και ξέρετε γιατί; Διότι με οδηγεί μονάχα η απέραντη και ακατάπαυστη ορμή της ΔΙΚΗΣ ΜΟΥ επιθυμίας να εκτείνω την δύναμη της δικής μου θέλησης. Δεν με οδηγούν φαντάσματα, περιπλανιέμαι μονάχος: δεν είναι η ψευδαίσθηση μιας τέλειας κοινωνίας ή η ιστορική λύτρωση της ανθρωπότητας, αλλά η απόλυτη ανάγκη να καταφάσκω στις δυνατότητές μου ενάντια σε οποιαδήποτε άλλη δύναμη.

ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΕΣ, ΕΜΠΡΟΣ

Ιστορία, υλισμός, μονισμός, θετικισμός και όλοι οι -ισμοί αυτού του κόσμου είναι παλιά και σκουριασμένα εργαλεία που δεν μου χρειάζονται ούτε μ’ ενδιαφέρουν πια. Μόνη αρχή μου παραμένει η ζωή και τέλος μου ο θάνατος. Επιθυμώ να ζήσω την ζωή μου σε όλη της την έκταση και ν’ αγκαλιάσω τραγικά κι αδελφικά τον θάνατό μου.
Περιμένετε μια επανάσταση; Ας είναι, η δικιά μου ξεκίνησε εδώ και πολύ καιρό! Όταν θα είστε έτοιμοι (τι ατέλειωτη αναμονή!) δεν με πειράζει να προχωρήσω για λίγο μαζί σας. Όταν όμως σταματήσετε, εγώ θα συνεχίσω τον τρελλό και θριαμβευτικό μου δρόμο προς την σπουδαία και ύψιστη κατάκτηση του τίποτα! Κάθε κοινωνία που θα οικοδομήσετε θα έχει τα όριά της. Και έξω από τα όρια κάθε κοινωνίας, ανυπότακτοι και ηρωικοί αλήτες θα περιφέρονται με τις άγριες και βέβηλες σκέψεις τους – σχεδιάζοντας ακόμα νέα και φριχτά ξεσπάσματα εξέγερσης! Θα είμαι ανάμεσά τους.
Και μετά από μένα, όπως και πριν, θα υπάρχουν αυτοί που θα λεν στους φίλους τους: «υποκλιθείτε στον εαυτό σας παρά στους θεούς και τα είδωλα. Βρείτε τι κρύβετε μέσα σας και φέρτε το στο φως, φανερωθείτε».
Γιατί ο καθένας που εξερευνώντας την εσωτερικότητά του, αποσπά ότι είχε μυστηριωδώς θαφτεί μέσα του, καταγίνεται μια σκιά που θα επισκιάσει κάθε μορφή κοινωνίας που μπορεί να υπάρξει κάτω από τον ήλιο!
Όλες οι κοινωνίες τρέμουν όταν η περιφρονημένη αριστοκρατία των αλητών, των αποκλεισμένων, των μοναδικών, κυριάρχων του ιδανικού και κατακτητών του τίποτα, προχωρά αποφασιστικά στο βέβηλο και λυτρωτικό της έργο. Λοιπόν, εικονοκλάστες, εμπρός!
«ήδη ο απειλητικός ουρανός απλώνεται σιωπηλά και σκοτεινά»

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΟΥ

ΘΕΟΣ: το γέννημα μιας αρρωστημένης φαντασίας. Κάτοικος ξεμωραμένων και ανίκανων μυαλών. Σύντροφος και παρηγορητής εκφυλισμένων πνευμάτων γεννημένων στη σκλαβιά και προορισμένων γι αυτήν. Ένα χάπι για δυσκοίλια μυαλά. Ο μαρξισμός των λιγόθυμων καρδιών.
ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ: μια αφηρημένη έννοια με αρνητική χροιά, μεγάλη σε ισχύ, μικρή σε αλήθεια. Μια χαμογελαστή μάσκα ζωγραφισμένη στο αγροίκο πρόσωπο του πονηρού νεόπλουτου με σκοπό την κυριαρχία του στο κοπάδι των ευαίσθητων ηλιθίων και των συναισθηματικών κρετίνων.
ΠΑΤΡΙΔΑ: ένα δίλημμα υποταγής ή ποινικών κυρώσεων για τους ημι-νοήμονες, ένα συνονθύλευμα βλακείας. Ένα τσίρκο που μεταμορφώνει τους οπαδούς του σε μαντρόσκυλα και γουρούνια. Μια πόρνη για τα αφεντικά, ένας νταβατζής για τους ξένους. Τρώει τα παιδιά της, καταβροχθίζει τους γονείς τους, χλευάζει τους ήρωες.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: η ταυτόχρονη άρνηση της αγάπης, της ζωής και της ελευθερίας.
ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ: πειθαρχία, πειθαρχία, υπακοή, υπακοή, σκλαβιά και άγνοια, εγκυμονεί την εξουσία. Ένα μπουρζουάδικο σώμα παραταϊσμένο με χυδαίες χριστιανικές χοντροκοπιές. Ένα μείγμα φετιχισμού, σεχταρισμού και δειλίας.
ΚΟΜΜΑΤΑ, ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ: εκκλησίες για τους αδύναμους.
Ενεχυροδανειστήρια για τους φιλάργυρους και φτωχούς. Πολλοί συμμετέχουν για να ζουν παρασιτικά από τα κουτορνίθια-με-κάρτα-μέλους συναδέλφους τους. Κάποιοι ως χαφιέδες. ’λλοι, οι πιο ειλικρινείς, εγγράφονται για να καταλήξουν στην φυλακή απ’ όπου μπορούν να επιβεβαιώσουν την διανοητική μετριότητα των υπολοίπων.
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ: ο μακάβριος βωμός που χρησιμοποιούν ικανοί παλιάτσοι κάθε είδους για να επιδείξουν το παπαδίστικο ταλέντο τους να βγάζουν λόγους. Όσοι τελικά ωφεληθούν πληρώνουν όχι λιγότερα από 100% εξευτελισμό.
ΦΙΛΙΑ: τυχεροί είναι αυτοί που έχουν κοινωνήσει από το δισκοπότηρό της χωρίς να μολύνουν ή να δηλητηριάσουν τις ψυχές τους. Αν υπάρχει ένας τέτοιος, τον προκαλώ να μου στείλει την φωτογραφία του. Είμαι βέβαιος πως θα αντικρύσω την φάτσα ενός ανόητου.
ΑΓΑΠΗ: απάτη της σάρκας και βλάβη του πνεύματος. Ασθένεια της ψυχής, ατροφία του μυαλού, αδυναμία της καρδιάς, διαστροφή των αισθήσεων, ψέμμα των ποιητών από το οποίο κανείς μεθά ξέφρενα δυο ή τρείς φορές την ημέρα ώστε να χωνέψει αυτήν την πολύτιμη μα και ανούσια ζωή συντομότερα. Και πάλι, θα προτιμούσα να πέθαινα από αγάπη. Είναι ο μόνος προδότης, μετά τον Ιούδα, που μπορεί να σκοτώσει με ένα φιλί.
ΑΝΔΡΑΣ: ένα βρωμερό μείγμα δουλικότητας, τυραννίας, φετιχισμού, φόβου, ματαιοδοξίας και άγνοιας. Η μεγαλύτερη προσβολή που θα μπορούσε να καταφέρει κανείς σ’ ένα ζώο θα ‘ταν να το αποκαλέσει «άνδρα».
ΓΥΝΑΙΚΑ: το πιο βάναυσο από τα σκλαβωμένα είδη. Το μεγαλύτερο θύμα που σέρνει τα πόδια του στην γη. Και, μετά τον άνδρα, το πλέον υπεύθυνο για τα προβλήματά του… Είμαι πολύ περίεργος τι σκέφτεται ενώ την φιλάω.

ΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΑΣ

Η Αναρχία, είναι για μένα το μέσο για να φτάσουμε στην ατομικότητα, και όχι το άτομο ένα μέσο για να φτάσουμε στην Αναρχία. Μια τέτοια αναρχία δεν θα ‘ταν παρά μια ακόμα πλάνη. Εάν οι αδύναμοι φαντασιώνονται την Αναρχία σαν έναν κοινωνικό σκοπό, οι δυνατοί πραγματώνουν την Αναρχία σαν το μέσο ανίχνευσης του απείρου της ατομικότητας. Μήπως οι αδύναμοι δεν είναι που δίνουν ζωή – τη ζωή τους – σ αυτήν την κοινωνία που με τη σειρά της γεννά την ιδέα του νόμου; Μα όποιος κάνει την Αναρχία πράξη εχθρεύεται τον νόμο και ζει σε πόλεμο με την κοινωνία. Κι ο πόλεμος αυτός είναι ατέρμονος καθώς με την πτώση του Τσάρου ενθρονίζεται ο Λένιν, με την διάλυση της αυτοκρατορικής φρουράς έρχεται η κόκκινη φρουρά… Ο αναρχισμός σαν μια κληρονομιά ηθική και πνευματική, θα ‘ναι πάντοτε υπόθεση μιας ευγενικής ολιγάριθμης φάλαγγας, και όχι των μαζών ή του λαού. Ο αναρχισμός είναι θησαυρός και ιδιοκτησία μοναδική αυτών των λίγων που αισθάνονται σ’ όλο της το βάθος, να αντηχεί μέσα τους η κραυγή μιας αδιαπραγμάτευτης και απόλυτης άρνησης!
Εγώ ανήκω στην πιο εξτρεμιστική μειοψηφία των αλητών της συνείδησης: Σε μια μειοψηφία «καταραμένη» να μην αφομοιώνεται μα να αδημονεί. Να μην αγαπά τίποτα απ’ όσα είναι ως τα τώρα γνωστά, ν αγνοεί ακόμα και τους φίλους. Απελευθερώνομαι από τα δεσμά της αγάπης για να λυτρωθώ από το μίσος και την περιφρόνηση…
Εμένα δεν με οδηγεί η θέληση των μαζών. Ούτε θρηνώ τους καημούς του λαού. Ούτε πιστεύω στην ευτυχία μιας κοινωνικής αρμονίας. Αφήνω να με παρασέρνει η δική μου ψυχή, πονώ για την δική μου θλίψη, πιστεύω μονάχα στον εαυτό μου, στον δικό μου βαθύτατο πόνο. Έναν πόνο που όμοιό του δεν νιώθει κανείς παρά εγώ που τον αγαπώ. Τον αγαπώ πέρα από το μίσος και την περιφρόνηση των ψεμμάτων της ανθρωπότητας. Έτσι αγαπώ ακόμα και τον πόνο μου. Όπως κάθε τι αληθινά δικό μου. Όπως τις ιδανικές μου ερωμένες, όπως τους άγνωστούς μου αδερφούς, όπως τα αγέννητα μου παιδιά.
Ε λοιπόν, ακόμα ονειρεύομαι! Ακόμα… Ονειρεύομαι μια μεγαλειώδη εξέγερση όλων των χρωμάτων που ξεθωριάζουν στην μακροχρόνια προσμονή. Ονειρεύομαι το δαιμόνιο ξύπνημα όλων όσων ζουν ναρκωμένοι… πρέπει να σταθούμε ικανοί ν’ ανάψουμε τους λύχνους μες την νύχτα!…κοιτάξτε τους κενταύρους του θανάτου που καλπάζουν μεταφέροντας τους τραγικούς ήρωες που χλώμιασαν στην μακρά προσμονή τους: κοιτάξτε τα πνεύματα της Εξέγερσης και της ’Aρνησης που τώρα χορεύουν κυριεύοντας τον κόσμο!- Και τώρα;
Τώρα δεν μένει παρά να ουρλιάξουμε το τραγικό ΌΧΙ! της δικής μας εξέγερσης. Για την πραγμάτωση της δικής μας, πλέριας ατομικότητας. Για την κατάκτηση της ελευθερίας μας. Για την απόλυτη κυριαρχία της δικής μας μοναδικής ζωής. Γιατί εμείς – οι αλήτες της συνείδησης -…
Είμαστε οι αξεχώριστοι αδερφοί της Εξέγερσης και της ’Aρνησης!
*Σ.τ.μ.: με τον τίτλο άσματα της μεσημβρίας αποδόθηκε η παράγραφος Χ από το έργο του R.N. με τίτλο I Canti Del Meriggio το οποίο στα ιταλικά σημαίνει ταυτόχρονα άσματα της μεσημβρίας, του μεσημεριού αλλά και άσματα στην μειοψηφία, δημοσιευμένα στην αναρχική εφημερίδα «il Proletario» φύλλο 3, 15 Αυγούστου 1922.

απόσπασμα από τις “ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΕΣ”

«Νιώθουμε απόλυτα, πως έχουμε υπερβεί κάθε -ισμό και κάθε θεωρία. Θα καταποντίσουμε το έργο όλων των ηλιθίων και αφελών που, συμβαδίζοντας με τις πρωτοποριακές σχολές, προσπαθούν να επιβάλλουν την μετριότητά τους πάνω σε πνεύματα αυτόφωτα. Θα αρνηθούμε απόλυτα όλα τα έργα καθαρά τεχνικής αρτιότητας εκτός αν υπηρετούν την έκφραση μιας αισθητικής εξέγερσης. Σκοτεινές, αγνές δυνάμεις, γελαστοί λεηλατείς του αδύνατου, παράτολμοι εξερευνητές των υψηλότερων κορυφών και των αβύσσων, ας εξαπολύσουμε τους ποιητικούς κεραυνούς μας για να τσακίσουμε τα σκουληκιασμένα σμήνη των αθλίων απνευμάτων.» Δεν αναγγέλλω ούτε υπόσχομαι τίποτα. Υπάρχει πληθώρα ψευτο-προφητών που διακηρύσσουν την πιθανότητα μιας νέας ζωής. Κι ακόμα περισσότεροι που υπόσχονται στους ανθρώπους νέους χριστούς εξαργυρώνοντας από τώρα το αίμα τους… Ποιοι είναι αυτοί; Δεν ξέρω! Δεν καταλαβαίνω! Αυτό που ξέρω είναι πως εγώ είμαι ένα μείγμα, ταπεινότητας και περηφάνιας, σοφίας και άγνοιας, αρετής, δειλίας και ηρωισμού, φωτός και σκότους, λογικής και παραλογισμού. Αιωρούμαι πάνω από μια άβυσσο ανεξερεύνητου βάθους με το μάτι μου καρφωμένο σε μια μακρυνή κορυφή που μπορεί να είναι απλά μια ψευδαίσθηση. Ξέρω πως μέσα μου υπάρχουν ηλιοφώτιστες και ανθισμένες κορυφές όμορφες σαν θαυμάσιοι καλοκαιρινοί κήποι. Ξέρω επίσης πως μέσα μου έχω σκοτεινές σπηλιές που δε θ’ αντικρύσουν ποτέ το φως της μέρας.
Έχω βρει κάποιους συντρόφους που κάπου μου μοιάζουν και κάπου τους μοιάζω κι εγώ, και μαζί έχουμε χτίσει ένα κρυστάλλινο σπίτι στους βράχους μιας κορυφής. Όμως δεν είναι γι’ αυτό που καμωνόμαστε για θεοί. Και υπάρχουν αετοί και φίδια ακόμα, που καθώς οι θεοί, αγαπούν τις παρθένες βουνοκορφές- Και είμαστε επίσης κομμάτι δικό τους κι εμείς. Είμαστε όλοι γεννήματα, αλλά γεννήματα των βουνοκορφών, μαζεμένοι όλοι ανάμεσα στους συμβολικούς θάμνους μιας αληθινά ελεύθερης καλλιτεχνικής μορφής. Θα βλαστήσουμε δηλητηριώδη άνθη άπλετης ομορφιάς αντίθετα με τους ελαφρόμυαλους πιθήκους που γυροφέρνουν στα χαμηλότερα λιβάδια της κοινωνίας και θα εξαπολύσουν τις ανίσχυρες κατάρες τους προς τις σπηλιές μας, των βίαιων ερημιτών.
Κλείνω την δήλωσή μου, χωρίς ωστόσο να καταλήγω κάπου. Ξέρω πως ο καθένας, ακόμα και ο πιο αξιοθρήνητος μες τους θνητούς, έχει το δικαίωμα να κάνει μια δήλωση αυτού του είδους. Όμως επίσης πιστεύω πως πέρα απ’ το να έχει το δικαίωμα, η αληθινή μεγαλοφυία θα ‘πρεπε να το βλέπει σαν απόλυτο καθήκον της.









"Because we were the enemies of every material
domination and of every spiritual leveling.
Because we saw, beyond every slavery and every dogma,
the Life dancing free and naked" R.N    



My soul is a sacrilegious temple
in which the bells of sin and crime,
voluptuous and perverse,
loudly ring out revolt and despair.
These words written in 1920, give us a glimpse of the promethean being of Renzo Novatore.
Novatore was a poet of the free life. Intolerant of every chain and limitation, he wanted to follow every impulse that rose within him. He wanted to understand everything and experience all sensations-those which lead to the abyss and those which lead to the stars. And then at death to melt into nothingness, having lived intensely and heroically so as to reach his full power as a complete man.
The son of a poor farmer from Arcola, Italy, Abele Ricieri Ferrari (Rezo Novatore) soon showed his great sensibility and rebelliousness. When his father wanted him to plow the fields he would flee, stealing fruit and chickens to sell so that he could buy books to read under a tree in the forest. In this way he educated himself and quickly developed a taste for non­conformist writers. In these he found reasons for his instinctive aversion to oppression and restriction, to the principles and institutions that reduce men to obedience and renunciation.
As a young man he joined the Arcola group of anarcho-communists, but he was not satisfied with the harmony and limited freedom of the new society they awaited so eagerly. "I am with you in destroying the tyranny of existing society," he said, "but when you have done this and begun to build anew, then I will oppose and go beyond you."
Until he was fifteen years old, Renzo included the church in his poetry. After that, freed and unprejudiced, he never planted any roots in the gregarious existence of his village, but often found himself in conflict with both men and the law. He scandalized his respectable family, who wondered what they had done to deserve such a devil...
... Novatore, who was influenced by Baudelaire and Nietzsche, asserted that we had needs and aspirations that could not be satisfied without injury to the needs and aspirations of others. Therefore we must either renounce them and become slaves, or satisfy them and come into conflict with Society, whatever kind it may be, even if it calls itself anarchist. Novatore:
Anarchy is not a social form, but a method of individuation. No society will concede to me more than a limited freedom and a well-being that it grants to each of its members. But I am not content with this and want more. I want all that I have the power to conquer. Every society seeks to confine me to the august limits of the permitted and the prohibited . But I do not acknowledge these limits, for nothing is forbidden and all is permitted to those who have the force and the valor.
Consequently, anarchy, which is the natural liberty of the individual freed from the odious yoke of spiritual and material rulers, is not the construction of a new and suffocating society.' It is a decisive fight against all societies-christian, democratic, socialist, communist, etc., etc. Anarchism is the eternal struggle of a small minority of aristocratic outsiders against all societies which follow one another on the stage of history.
Those were the ideas expressed by Novatore in Il Libertario of La Spezia, L'Iconoclasta of Pistoia , and other anarchist journals. And these were the ideas that then influenced me as I was well prepared to receive them.
During World War I Novatore refused to fight for a cause that was not his own and took to the mountains. Astute, courageous, vigilant, his pistol at the ready the authorities failed at every attempt to capture him. At the end of the war the deserters were amnestied and he was able to return to his village where his wife and son were waiting for him.
I was sixteen years old and had run away from home and my studies, freeing myself from my bourgeois family, who had done everything they could to stop my anarchist activities. Passing through Sarzana on my way to Milan, I stopped to get to know Novatore, having read his article "My Iconoclastic Individualism". Renzo came at once to meet me together with another anarchist called Lucherini.
We passed unforgettable hours together. Our discussions were long and he helped me fill gaps in my thinking, setting me on my way to the solution of many fundamental problems. I was struck by his enthusiasm.
His appearance was impressive. Of medium height he was athletic in build, and had a large forehead. His eyes were vivacious and expressed sensibility, intelligence and force. He had an ironic smile that revealed the contempt of a superior spirit for men and the world. He was thirty-one years old, but already had the aura of genius.
After two months wandering around Italy with the police at my heels, I returned to Arcola to see Renzo again. But Emma, his wife, told me that he was also hunted and that I could only meet him at night in the forest.
Once again we had long discussions and I was able to appreciate his exceptional qualities as a poet, philosopher and man of action even more. I valued the power of his intellect and his fine sensitivity which was like that of a Greek god or a divine beast. We parted for the last time at dawn.
Both of us were existing under terrible conditions. We were in open struggle against Society, which would have liked to throw us in jail. Renzo had been attacked in his house at Fresonara by a band of armed fascists who intended to kill him, but he had driven them off with home-made grenades. After that he had to keep a safe distance from the village.
Despite being an outlaw, lie continued to develop his individualist anarchist ideas in libertarian papers. I did the same and we aroused the anger of the theoreticians of anarcho­communism. One of them, Professor Camillo Berneri, described us in the October, 1920 issue of L'Iconoclasta as "Paranoid megalomaniacs, exalters of a mad philosophy and decadent literature, feeble imitators of the artists of opium and hashish, sirens at so much an hour."
I could not reply because in the meantime I had been arrested and shut up in a House of Correction. But Renzo replied for both of us and took "this bookworm in whom it is difficult to find the spirit and fire of a true anarchist" to task.
More than a year later I was provisionally released from prison, but I could find out nothing regarding the whereabouts of Renzo. Finally I received the terrible news that he had been killed.
He was at an inn in Teglia, near Genova, along with the intrepid illegalist S.P. [Sante Pollastro], when a group of carabinieri arrived disguised as hunters. Novatore and S. P. immediately opened fire and the police responded. The tragic result was two dead, Renzo and Marasciallo Lupano of the carabinieri, and one policeman wounded. This was in 1922: a few months before the fascist march on Rome.
So a great and original poet, who, putting his thoughts and feelings into action, attacked the mangy herd of sheep and shepherds, died at the age of thirty three. He showed that life can be lived in intensity, not in duration as the cowardly mass want and practice.
After his death it was discovered that, together with a few others, lie was preparing to strike at society and tear from it that which it denies the individual. And in the Assizes Court where his accomplices were tried, a prosecuting counsel acknowledged his bravery and called him "a strange blend of light and darkness, love and anarchy, the sublime and the criminal."
A few friends collected some of his writings and posthumously published them in two volumes: Above Authority (Al Disopra dell'Arco) and Toward the Creative Nothing (Verso il Nulla Creatore). Other writings remained with his family or were lost.
So an exceptional man lived and died-the man I felt was closest to me in his ideals and aspirations. He described himself as "an atheist of solitude" He wanted to "ravish the impossible" and embraced life like an ardent lover. He was a lofty conquistador of immortality and power, who wanted to bring all to the maximum splendor of beauty.   

Enrico Martucci

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου